Μόσχα
Ρωσία
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 1985
«Μόσχα, Δεκέμβριος 1985.
Αγαπητέ μου φίλε Νικόλα, με συγχωρείς που έχω τόσο καιρό να σου γράψω, αλλά έπρεπε να περάσω μια... εσωτερική αναζήτηση και να ανακαλύψω τη πνευματικότητά μου.
Όσο ήμουν στην Ινδία, ανακάλυψα το Ινστιτούτο Βουδιστικών Σπουδών και γνώρισα τον μεγάλο διδάσκαλο, Τενζίν Γκιάτσο. Μάλλον θα τον γνωρίζεις και εσύ, ο 14ος είναι. Μετά από την προτροπή του ξεκίνησα ένα οδικό ταξίδι αυτό-ανακάλυψης. Διέσχισα το Νεπάλ και τα Ιμαλάια και έφτασα το Θιβέτ. Μπήκα σε ένα μοναστήρι, όπου οι μοναχοί με μύησαν στο διαλογισμό. Παράλληλα εκπαιδεύτηκα από τους Σαολίν στην τέχνη του αυτοελέγχου και της ισορροπίας του σώματος και του μυαλού. Η μοναχική ζωή μού πρόσφερε ανεπανάληπτες εμπειρίες, αλλά η γυναικεία παρουσία μού έλειπε. Οπότε πήρα την απόφαση να εγκαταλείψω τους συντρόφους μου μοναχούς και με την αγαπημένη μου πυξίδα στο χέρι κατευθύνθηκα προς Πεκίνο ακολουθώντας το Σινικό τείχος. Ήταν αρχές του ’85, όταν μέσω της Μογγολίας πέρασα στη μεγάλη Σοβιετική Ένωση .
Τις λέξεις αυτές σου τις γράφω τώρα από την Μόσχα.
Δεν περίμενα ότι η εκπαίδευση με τους Σαολίν θα μου ήταν τόσο χρήσιμη. Με προσλάβανε στο Κ.Κ.Σ.Ε. ως έναν από τους προσωπικούς φρουρούς του Γενικού Γραμματέα, στη μυστική υπηρεσία 2Α. Ο κύριος Μιχάλης είναι πολύ ανοιχτός και γενναιόδωρος άνθρωπος. Περιττό να σου πω ότι οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας που γνωρίζω λόγω της δουλειάς μου είναι αχόρταγες. Μετά τη μοναχική ζωή, οι υπέροχες Ρωσίδες φαντάζουν ως το καλύτερο φάρμακο στις παγωμένες νύχτες της Μόσχας. Ελπίζω να τα πούμε πιο σύντομα την επόμενη φορά. Χαιρετίσματα στο αγαπημένο μου Ρέθυμνο.
Ο φίλος σου Γιάννης.»
Πηγή : http://gousgounides.gr/files/kynhgi/ISTORIA/8h/DIMOSIEYSI_08_site.pdf
Νότια Αφρική - Αυστραλία - Ινδία | 1981-83
Γιοχάνεσμπουργκ
Νότια Αφρική
Νοέμβριος 1981
«Φίλε μου Νικόλα, Μην ανησυχήσεις. Αλλά σου γράφω από τη φυλακή! Όπως σου ‘χα πει την τελευταία φορά, δούλευα στα ορυχεία διαμαντιών στο Γιοχάνεσμπουργκ, αλλά οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Το αφεντικό δεν με συμπαθούσε και με έβαζε να δουλεύω όλη μέρα. Βέβαια για να είμαι ειλικρινής, η Σάγια, η κόρη του αφεντικού ήταν τόσο ζουμερή και εξωτική που δεν μπορούσα να αντισταθώ... Δεν άντεχα άλλο αυτή τη δουλειά. Πάνω στην απελπισία μου τσίμπησα ένα μικρό διαμάντι για να μπορέσω να το σκάσω, και το ‘δωσα στη Σάγια να το κρύψει. Το αφεντικό όμως κατάλαβε ότι κάτι έλειπε, και γι’ αυτό μ’ έστειλε στη φυλακή, στο Robben Island! Ευτυχώς οι μέρες πέρασαν γρήγορα, γιατί εδώ γνώρισα ένα ξεχωριστό άνθρωπο που μου έμαθε πολλά! Τη σημασία να αγωνίζεσαι γι’ αυτά που πιστεύεις και να διεκδικείς τα δικαιώματά σου. Κάποια μέρα, φίλε μου Νικόλα, αυτός ο άνθρωπος θα αφήσει ιστορία! Σε λίγο καιρό βγαίνω! Έχω κανονίσει με τη Σάγια να πουλήσει το διαμάντι και να μου κλείσει εισιτήριο για την Αυστραλία. Αν όλα πάνε καλά, θα σου στείλω φωτογραφία από το μακρινό Σίντνεϊ!
ΥΓ Οι δεσμοφύλακες μου επιτρέψανε να σου στείλω και μια φωτογραφία μέσα απ’ το κελί 1Β του φίλου μου του Νέλσονα»
Σίδνεϊ
Αυστραλία
Φεβρουάριος 1982
«Νικόλα σε χαιρετώ από το Σίδνεϊ! Τελικά πήγαν όλα καλά! Η Αυστραλία είναι υπέροχη! Γνώρισα εδώ και την Ολίβια! Μπορεί να την έχεις ακουστά. Είναι διάσημη τραγουδίστρια, έχει κάνει ταινία και στο Χόλυγουντ! Τα βράδια μου σιγοψιθυρίζει το τραγουδάκι της ‘Summer Nights’. Ψάξε να τ’ ακούσεις! Μου βρήκε και δουλειά στο Μπόλυγουντ! Επιτέλους θα γίνω ηθοποιός! Σύντομα φεύγω για Ινδία!
Ο παιδικός σου φίλος Γιάννης.»
Μπόλυγουντ
Ινδία
Οκτώβριος 1983
«Namaste! Εδώ Μουμπάι! Τι κάνεις καλέ μου φίλε; Εγώ έπιασα δουλειά σ’ ένα στούντιο εδώ στο Μπόλυγουντ. Δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενα. Έχω γίνει απλά ένας κομπάρσος και δεν βλέπω καμία εξέλιξη. Τουλάχιστον οι Ινδές είναι καλλονές! Με έχουν παρασύρει σε αμαρτωλά μονοπάτια… Φίλε, με έχει πάρει από κάτω, ποτά, ξενύχτια, έχω χάσει τον δρόμο μου. Πρέπει να κάνω κάτι για να βρω τον εαυτό μου…»
ΠΗΓΗ : http://www.gousgounides.gr/istoria/articles/notia-afriki-australia-india-1981-1983.html
Ρέθυμνο
Κρήτη, Ελλάδα
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 1980
«Ρέθυμνο, Σεπτέμβρης 1980
Φίλε Νικόλα, φεύγω, δεν πάει άλλο! Οι γυναίκες με πιέζουν, ό,τι χρήματα είχα τα ξόδεψα. Πέντε χρόνια τώρα εδώ στο Ρέθυμνο πέρασαν άσκοπα, το όνειρό μου σιγά σιγά απομακρύνεται. Έμαθα ότι ξημερώματα σαλπάρει ένα καράβι για Νότια Αφρική. Θα μπαρκάρω κρυφά και θα φύγω και όπου με βγάλει! Σου αφήνω το κλειδί του σπιτιού μου. Όταν θα πας στο σπίτι, θα βρεις ένα σωρό από γράμματα και ραβασάκια. Τότε θα καταλάβεις γιατί έπρεπε να φύγω τόσο βιαστικά. Ελπίζω να ξανανταμώσουμε, θα σου στέλνω τα νέα μου τακτικά! Όπως πάντα! - Γιάννης Π.»
ΠΗΓΗ : http://www.gousgounides.gr/istoria/articles/rethumno-septembris-1980.html
Ρέθυμνο
Κρήτη, Ελλάδα
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1975
«Ρέθυμνο, Ιούλιος 1975 Αγαπητέ μου φίλε Γιάννη, εύχομαι να περνάς καλά στο Μαρόκο και ελπίζω οι περιπέτειές σου να είναι ζωηρές και πικάντικες όπως την τελευταία φορά που μιλήσαμε. Σου στέλνω αυτό το γράμμα γιατί έχω άσχημα νέα. Όπως γνωρίζεις,
η γιαγιά σου ήταν άρρωστη τον τελευταίο καιρό και δυστυχώς την χάσαμε πριν μερικές μέρες. Τακτοποίησα τα πάντα, οπότε μην ανησυχείς.
Τα θερμά μου συλλυπητήρια, καλέ μου φίλε, και θα είμαι εδώ σε ό,τι χρειαστείς!»
Αυτό ήταν το τελευταίο γράμμα που έστειλα στο Γιάννη στο Μαρόκο. Εγώ την περίοδο εκείνη, είκοσι χρονών πλέον, φοιτούσα στη Νομική στην Αθήνα, αλλά κάθε καλοκαίρι επέστρεφα στο Ρέθυμνο για διακοπές. Δεν πέρασαν πολλές μέρες που το έστειλα και ένα πρωινό χτυπά η πόρτα μου και εμφανίζεται μπροστά μου ο Γιάννης.
Έμεινα έκπληκτος. Είδα το Γιάννη αλλαγμένο, κομψό, γεροδεμένο, με μακριά σπαστά μαλλιά και πρόσωπο που ακτινοβολούσε ζωντάνια. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και πιάσαμε την κουβέντα.
- Γιάννη, φίλε μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Τι έκπληξη είναι αυτή; Πότε ήρθες;
- Πήρα το γράμμα σου για τη γιαγιά, και αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να γυρίσω.
- Και η ζωή σου στο Μαρόκο;
- Η ζωή στο Μαρόκο ήταν καλή, δεν είχα παράπονο. Η Πουτανέφ Χανούμ με πήρε υπό την προστασία της. Έκανα τα θελήματά της με το αζημίωτο. Έβγαλα αρκετά χρήματα, γνώρισα τα μυστικά του έρωτα, αλλά αποφάσισα ότι αυτός ο κύκλος της ζωής μου έκλεισε. Το γράμμα σου με ταρακούνησε. Πρέπει να κυνηγήσω επιτέλους το όνειρό μου. Θυμάσαι τι έλεγα από μικρός στη γιαγιά μου; Να γίνω σπουδαίος ηθοποιός! Να πάω κάποτε στην Αμερική και να τα καταφέρω!
Φάνηκε ότι η επιστροφή του ήταν προσωρινή. Το Ρέθυμνο όμως έχει τον τρόπο του να σε κρατάει εδώ. Πρώτη του σκέψη ήταν να επισκεφτεί τον τάφο της γιαγιάς του. Δυο δρασκελιές το Ρέθυμνο τότε, μια χούφτα άνθρωποι.
Έτσι ο γυρισμός του έγινε γρήγορα γνωστός, όπως γνωστά έγιναν και τα ιδιαίτερα προσόντα του. Οι γυναίκες στον κύκλο του δεν άργησαν να τον παρομοιάζουν με γνωστούς ηθοποιούς της εποχής, και δεν είχαν κι άδικο. Εγώ κάθε χειμώνα έλειπα για τις σπουδές μου στην Αθήνα και κάθε καλοκαίρι επέστρεφα. Κάθε φορά τον έβλεπα με άλλη γυναίκα, πολλές φορές άλλη το πρωί και άλλη το βράδυ. Απ’ ό,τι κατάλαβα, κύρια, αν όχι μοναδική ασχολία του, ήταν οι κατακτήσεις. Εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο καρδιοκατακτητή του Ρεθύμνου. Οι επιτυχίες του τεράστιες. Το καρνέ των κατακτήσεών του συμπληρωνόταν με ρυθμούς ταχύτατους. Εκτός από τις ντόπιες και πολλές αλλοδαπές. Οι γυναίκες τον λάτρευαν. Δεν δίστασε να παραστήσει τον υδραυλικό, τον κηπουρό, τον σερβιτόρο, με μοναδικό σκοπόνα... συνευρίσκεται με όσο το δυνατόν περισσότερες. Πολλές φορές βοηθούσε στο μανάβικο της γειτονιάς, του κυρ Αλέκου, και πήγαινε τρόφιμα κτλ στα σπίτια των καλών πελατών. Οι γυναίκες των σπιτιών τον λιγουρεύονταν και τον ζητούσαν συνέχεια. Κάθε μέρα άλλο σπίτι, κάθε σπίτι άλλη γυναίκα… Έτσι περνούσαν οι μέρες… έτσι και οι νύχτες…
ΠΗΓΗ : http://www.gousgounides.gr/istoria/articles/rethumno-kalokairi-1975.html
Ρέθυμνο
Κρήτη, Ελλάδα
ΓΕΝΑΡΗΣ 2016
Μόλις έκλεισα το γραφείο. Έχει πλέον βραδιάσει και ξεκίνησα για το σπίτι. Ακόμα το σκέπτομαι και δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Ο παιδικός μου φίλος ο Γιάννης θα επιστρέψει στο Ρέθυμνο. Ε, ρε γλέντια που θα κάνουμε. Μεγαλώσαμε βέβαια και εγώ και αυτός. Άραγε είναι ακόμα τόσο ερωτύλος όσο τον θυμάμαι; Ποτέ δεν θα ξεχάσω το τελευταίο γράμμα που μου έστειλε απ’ το Μαρόκο και την έκπληξη που μου επιφύλαξε στο τέλος...
«… αυτά, φίλε, ήταν τα νέα μου, θα τα ξαναπούμε σύντομα!» Ο φίλος σου Γιάννης Π., από το Μαρόκο. Χειμώνας 1973
ΥΓ. Λοιπόν σου έχω κάτι που δεν θα το πιστέψεις! Πάρε το τεύχος του περιοδικού ΚΑΖΑΝΟΒΑΣ του περασμένου μήνα και διάβασε την ιστορία στη σελ. 48! Ό,τι γράφει είναι όλα αλήθεια!
Και έτσι έγινε, έτρεξα στο μαγαζί, μπήκα κρυφά κάτω από τα σανίδια με τα περιοδικά, σούφρωσα το τελευταίο τεύχος που βρήκα και τι να δω!
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΑΖΑΝΟΒΑΣ
ΠΙΚΑΝΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ, σελ 48
ΤΙΤΛΟΣ: ΧΑΡΕΜΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ
Δημοσιεύουμε την ιστορία του φίλου μας με το ψευδώνυμο Τζων Π.,που μας έστειλε από το εξωτικό Μαρόκο!
«… ονομάζομαι Τζων και ζω τα τελευταία χρόνια στο Μαρόκο, ανάμεσα σε μυστήριες και φλογερές γυναίκες. Μέχρι τώρα ήμουν ένα ντροπαλό παιδί χωρίς πολλές εμπειρίες. Εκείνη όμως η νύκτα σημάδεψε τη ζωή μου! Ήταν μεγάλη γιορτή και είχαμε σκόλη. Ο φίλος μου ο Ισσά κουτούπωνε την Μαριαλένα, την υπηρέτρια μιας χανούμισσας. Μου ζήτησε λοιπόν να τον ακολουθήσω στο σπίτι που θα τη συναντούσε, μιας και η κυρά της θα είχε γιορτή με τις άλλες χανούμισσες και δεν τη χρειαζόταν. Το σπίτι είχε στην πίσω μεριά μια αλάνα με κάμποσα δέντρα. Στο κέντρο του βρισκόταν ένα ανοικτό κιόσκι και στο βάθος του σπιτιού υπήρχε ένα δίπατο κονάκι, όπου ένας θεόρατος πλάτανος θαρρείς το αγκάλιαζε. Χωθήκαμε αναμεσίς στα δέντρα και σταθήκαμε στη ρίζα του ξύλινου φράχτη. Ο Ισσά άρχισε να σφυρίζει σαν κουκουβάγια και σε λίγο φάνηκε η Μαριαλένα στην πόρτα, μας άνοιξε και με κλεφτές κινήσεις χωθήκαμε μέσα να μη μας ακούσουν από το πάνω όροφο. Οι δυο τους εξαφανιστήκαν στο λεπτό και απόμεινα μόνος. Μετά ο δαίμονας μ’ έβαλε ν’ ανέβω σ’ ένα χοντρό κλωνάρι του πλάτανου που πήγαινε πλαγιαστό ως το παραθύρι του πάνω πατώματος. Είχε στα τζάμια άσπρες κουρτίνες ως τη μέση, μα έβλεπα από πάνω.
Με ορθάνοιχτα μάτια παρατηρούσα στη σάλα όπου φαίνονταν χαμηλοί καναπέδες με κόκκινα μεταξωτά υφάσματα και μαξιλάρια, ασημένια κανάτια, βάζα με λουλούδια, καθρέπτες και χρυσά θυμιατήρια όπου κάπνιζαν αρώματα. Όμως εκείνο που παραλίγο να με ρίξει απ’ το κλωνάρι ήταν το άγαλμα στο κέντρο της σάλας. Είχαν εκεί, ορθό και κορδωμένο ένα πελώριο ανδρικό μόριο! Στη σάλα ήταν μαζωμένες ως δώδεκα χανούμισσες! Είχαν βγάλει φερετζέδες και μαντήλια και φορούσαν μόνο κάτι μεταξωτά πουκάμισα. Στέκονταν σε κύκλο γύρω από το αγαλμάτινο ανδρικό… εργαλείο και του έκαναν… μετάνοιες! Θόλωσε το μάτι μου! Ύστερα φάνηκε η κυρά, η Πουτανέφ Χανούμ, κι όλες τη χαιρετούσαν με υποκλίσεις. Κάποιες άρχισαν να παίζουν με ούτι και ντέφι και χόρευαν γύρω απ’ το εργαλείο, ενώ άλλες τις έραιναν με ροδοπέταλα. Έβλεπες στα μάτια τους φλόγωση και πυρετό! Πετούσαν ένα-ένα τα ρούχα τους, φιλιούνταν και στο τέλος έμειναν να χορεύουν ολόγυμνες. Άλλες στρουμπουλές, άλλες λιανές, άλλες με κορμιά λαξεμένα κι άσπρες ωσάν το γάλα και δίχως τρίχα στις αμασχάλες και στ’ απόκρυφά τους. Χάθηκε το φως μου. Όταν το ξανάβρα, είδα τις κοπέλες να κρατούν ασημένιους δίσκους. Απάνω τους είχαν… έσκυψα να δω καλύτερα μη με γελούν τα μάτια μου… πάνω τους είχαν ζιμπίκια! Φιλντισένια, πέτσινα, γυάλινα και στο πάτο τους είχαν… πάλι δεν έβλεπα… έσκυψα περισσότερο… είχαν πέτσινα ζωνάρια! Να ζώνονται τα ζιμπίκια και να παριστάνουν τους άνδρες! Ζαλίστηκα και πάνω στη ζαλάδα μου γλίστρησαν τα ποδάρια μου και την επόμενη στιγμή κρεμιόμουν απ’ το κλωνάρι ωσάν τον καλικάντζαρο, δύο-τρία ευτυχώς μέτρα πάνω απ’ το χώμα.
Άφησα τα χέρια μου και μισοτσακίστηκα. Γλίτωσα τα σπασίματα, αλλά με πήρανε χαμπάρι! Η Πουτανέφ Χανούμ βγήκε έξω ολόγυμνη και, πριν προλάβω να μιλήσω, με τράβηξε μέσα στη σάλα! Ήμουν τόσο χαϊβάνι, όπου έμεινα στητός δίχως να κινούμαι. Δίχως να κάμω τίποτε. Μονάχα να τις βλέπω. Εκείνες άπλωσαν τα χέρια τους και βάλθηκαν να με ξεντύνουν. Μ’ άγγιζαν και γλυκότρεμα. Ύστερα μ’ έσπρωξαν ανάλαφρα στο στρώμα. Ξάπλωσα και με φιλούσαν εδώ και εκεί. Έχασα τον κόσμο όλο… Με χάιδευαν στο πρόσωπο, στο στήθος μου κι όλο κατέβαιναν χαμηλότερα και έκαμαν με τα χείλια τους ρουφήχτρες. Ο δύστυχος νόμιζα ότι παρέδωσα το πνεύμα μου και έπαιρναν οι άγγελοι την ψυχή μου. Η κοκκινομάλλα μού μιλούσε ψιθυριστά και με φλόγιζε. Η άλλη η μελαχρινή με χάιδευε και βύζαινε το αυτί μου, ενώ η γεματούλα πλησίασε τα μεμέ της και εγώ τα έσφιγγα ωσάν να ήθελα να τα ξεριζώσω. Πού τα ήξεραν όλα τούτα; Πού το βρήκαν τόσο θάρρος; Μύριζα, άγγιζα, άκουγα, γευόμουν. Ένιωθα τα κορμιά τους φλογισμένα, τα χείλια τους γυαλί στο καμίνι, έτοιμο να το πλάσω! Ξύπνησα μόνος το άλλο πρωί στη μέση της σάλας, με μόνο τα ροδοπέταλα και τα αρώματα να μου θυμίζουν την προηγούμενη νύχτα…»
Βρε τον αθεόφοβο…
Ακόμα και τώρα το διαβάζω καμιά φορά και γελάω μόνος μου. Στην αρχή σκέφτηκα ότι τα έβγαζε απ’ το μυαλό του.
Ποιος ήξερε όμως ότι αυτό θα ήταν μόνο η αρχή!
ΠΗΓΗ : http://www.gousgounides.gr/istoria/articles/rethumno-genaris-2016-210.html